πανάρρητος

πανάρρητος
πανάρρητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί με τίποτε, τελείως ανέκφραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄρρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”